φυμάτιο — Η στοιχειώδης παθολογική και ανατομική βλάβη της φυματίωσης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πριν από την ανακάλυψη του βάκιλλου του Κοχ (βακτηρίδιο της φυματίωσης), για να χαρακτηρίσει ειδικότερα τη φυματίωση ιστολογικής βλάβης. Το φ. είναι παραγωγική… … Dictionary of Greek
κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… … Dictionary of Greek
κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ … Dictionary of Greek
πολυφυματικά — ή πολυφυματώδη, τα, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη ομάδα μικρών θηλαστικών που εξωτερικά έμοιαζαν με τρωκτικά, έζησαν 100 περίπου εκατομμύρια χρόνια, ώς την πρώτη περίοδο τού καινοζωικού αιώνα, αποτελούσαν την πιο διαδεδομένη ομάδα θηλαστικών, από… … Dictionary of Greek
ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… … Dictionary of Greek
σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα … Dictionary of Greek
φυματιοειδής — ές, Ν ιατρ. φρ. «φυματιοειδείς βάκιλοι» (παλ. όρος) ονομασία οξυάντοχων βακτηριδίων, διαφορετικών από τής φυματίωσης και τής λέπρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + ειδής*] … Dictionary of Greek
φυματιολογία — η, Ν ιατρ. ειδικότητα τής ιατρικής με αντικείμενο τη μελέτη τής φυματίωσης, και κυρίως τών πνευμόνων, ειδικότητα που έχει αντικατασταθεί από την πνευμονολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + λογία*] … Dictionary of Greek
φυματιολόγος — ο, η, Ν γιατρός, ειδικευμένος στη φυματιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυμάτιο + λόγος*] … Dictionary of Greek
φυματιοστατικός — ή, ό, Ν φρ. «φυματιοστατικά φάρμακα» ή, απλώς, «τα φυματιοστατικά» (φαρμ.) χημειοθεραπευτικά φάρμακα τα οποία χρησιμοποιούνται κατά τής φυματίωσης, επειδή αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό τών παθογόνων μικροβίων τής νόσου, χωρίς όμως να τά… … Dictionary of Greek